- μάχηνδε
- μᾰχ-ηνδε,A to battle, Theoc.25.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάχηνδε — (Α) επίρρ. στη μάχη («πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χρο[ὸς ᾔεσαν ὀσμήν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχην (αιτ. τού μάχη) + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πεδίον δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek